- κατεδαφίζω
- κατεδάφισα, κατεδαφίστηκα, κατεδαφισμένος, γκρεμίζω, χαλάω: Κατεδάφισε το παλιό σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατεδαφίζω — dash to earth pres subj act 1st sg κατεδαφίζω dash to earth pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαφίζω — κατεδαφίζω, κατεδάφισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατεδαφίζω — (AM κατεδαφίζω) 1. ρίχνω κάτι στο έδαφος, γκρεμίζω, κάνω κατεδάφιση, χαλώ («κατεδάφισαν το παλιό σπίτι τους») 2. μτφ. καταστρέφω, δεν αφήνω τίποτε όρθιο, στη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐδαφίζω «ισοπεδώνω»] … Dictionary of Greek
κατεδαφίσαι — κατεδαφίζω dash to earth aor inf act κατεδαφίσαῑ , κατεδαφίζω dash to earth aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαφώ — κατεδαφῶ, έω (Μ) κατεδαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατεδαφίζω, κατά τα ρ. σε έω / ῶ από τον αόρ. ισα που συνέπιπτε φωνητικά με τον ησα τών ρ. σε έω] … Dictionary of Greek
ακατεδάφιστος — η, ο [κατεδαφίζω] όποιος δεν έχει κατεδαφιστεί, δεν έχει γκρεμιστεί ή όποιος δεν μπορεί να κατεδαφιστεί … Dictionary of Greek
ανασκάπτω — (AM ἀνασκάπτω) 1. σκάβω εκ νέου, σκάβω σε βάθος 2. ξεριζώνω, ξεχώνω 3. (στη γλώσσα τής Αρχαιολογίας) σκάβω αναζητώντας ευρήματα 4. κατεδαφίζω, καταστρέφω ολοκληρωτικά … Dictionary of Greek
διαιρώ — (AM διαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. χωρίζω σε μέρη, κατατέμνω, μερίζω 2. εκτελώ την πράξη τής διαίρεσης 3. διχάζω, προκαλώ διχόνοια, διασπώ την ενότητα («διαίρει και βασίλευε» φρόντιζε να σπέρνεις τη διχόνοια ανάμεσα στους εχθρούς σου, ώστε να κυβερνάς… … Dictionary of Greek
διεδαφίζω — (Μ) [εδαφίζω] κατεδαφίζω εντελώς … Dictionary of Greek
εδαφίζω — (AM ἐδαφίζω) [έδαφος] ισοπεδώνω, εξομαλύνω έδαφος ή δάπεδο μσν. κατεδαφίζω, γκρεμίζω … Dictionary of Greek